Προτομές ηρώων του ’40 στο Επταχώρι.
Στη μέση ο Δαβάκης, ανάμεσα στον Δημήτριο Μισύρη (αριστερά) και Αλέξανδρο Διάκο (δεξιά). Δίπλα στο Μισύρη ο Ελευθέριος Ντάσκας. Στα άκρα οι Επταχωρίτες Σωτήριος Μήλιος (αριστερά) και Ιωάννης Δήμου (δεξιά)

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ  ΔΑΒΑΚΗΣ

“Όταν λέμε εποποιία της Πίνδου, αυτόν εννοούμε. Τ΄όνομά του, η μορφή του, τα έξαλλα μάτια του, η θεία του τρέλα, έρχονται αμέσως στο νου μας. Το Επταχώρι, η έδρα του ξακουστού Αποσπάσματός του, θα μείνει αθάνατο στην Ελληνική, αλλά και στην Παγκόσμια Ιστορία.”  Σπύρος Μελάς

Γεννήθηκε στα Κεχριάνικα Λακωνίας το 1897 και πέθανε στην Αδριατική θάλασσα 1943. Δύο μήνες έμεινε ο Δαβάκης στο Επταχώρι, ως Διοικητής του Αποσπάσματος Πίνδου, από τέλος Αυγούστου 1940 έως 8 Νοεμβρίου, στις 2 Νοεμβρίου τραυματίστηκε. Στο χωριό που το αγάπησε και τον αγάπησαν!

(Και άλλες φωτογραφίες με τον Δαβάκη στο Επταχώρι (κλικ) εδώ  

Η νίκη τού Αποσπάσματος Πίνδου είχε αποφασιστική σημασία στην έκβαση του πολέμου. Ήταν η πρώτη ήττα του άξονα. Η επιτυχία του Δαβάκη συνίσταται “στην άμεση διάγνωση ενός τακτικού λάθους που έκανε ο Ιταλός μέραρχος να προχωρήσει γοργά προς τη Σαμαρίνα χωρίς να καλύψει το πλευρό της φάλαγγάς του”. Ο Δαβάκης το είδε αμέσως και από τη δεύτερη μέρα του σκληρού αγώνα ήταν σίγουρος ότι χάρη σ’ αυτό το λάθος “θα μάντρωνε τους Ιταλούς”.

Ο Δαβάκης, με 2000 στρατιώτες, έφτασε στο Επταχώρι στις 28 Αυγούστου 1940, με αποστολή να οργανώσει την άμυνα στην περιοχή εν όψει τού επερχομένου πολέμου. Τα μέσα που είχε στη διάθεσή του ήσαν πενιχρά.  Τα εφόδια των στρατιωτών περιορισμένα. Έλειπαν ακόμα και άρβυλα. Αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια των κατοίκων. Η ανταπόκριση των ανθρώπων ήταν πέρα από κάθε προσδοκία. Δημιούργησε ασβεστοκαμίνους για την παραγωγή ασβέστη, απαραίτητου για δομικά έργα. Προχώρησε στην κοπή δέντρων για δοκούς, οργάνωσε συνεργεία για εκβραχισμούς, άνοιγμα οδών, κατασκευή γεφυρών. Στις εργασίες αυτές πήραν μέρος από κοινού στρατιωτικοί, άντρες, γυναίκες, ακόμα και παιδιά.

Η επίθεση των Ιταλών έγινε χαράματα της 28ης Οκτωβρίου. Ο Δαβάκης αντιμετώπισε την 3η Ιταλική Μεραρχία Αλπινιστών ΤΖΟΥΛΙΑ, δηλαδή 11000 στρατιώτες! Η τακτική του ήταν αμυντική, και μάλιστα έκανε υποχωρητικό ελιγμό, αναμένοντας ενισχύσεις. Στις 30 Οκτωβρίου κατέφθασαν από την Κοζάνη στο Επταχώρι ο ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας το πρωί και το απόγευμα ο υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός μαζί με ενισχύσεις. Όλοι μαζί οργάνωσαν την αντεπίθεση, βασισμένη σε σχεδιασμό του Δαβάκη, ενώ οι Ιταλοί είχαν φτάσει στη Λυκόρραχη. Την 1η Νοεμβρίου 1940 οι ελληνικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση και κύκλωσαν τις ιταλικές, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στις 2 Νοεμβρίου, στον Προφήτη Ηλία Φούρκας, ο Δαβάκης τραυματίστηκε στο στήθος και τον μετέφεραν αναίσθητο με το φορείο στο Επταχώρι. Έτσι χρειάστηκε να αποχωρήσει από το μέτωπο, όπου τον αντικατέστησε ο τότε ταγματάρχης Ιωάννης Καραβίας.

Έξι μέρες έμεινε τραυματισμένος στο χωριό μας, στον επάνω όροφο του Τζημοπούλειου. Αν και τραυματίας, έδινε οδηγίες από το κρεβάτι… Στις 8 Νοεμβρίου ήρθαν να τον πάρουν ο γιατρός αδερφός του και ο θείος του. Τον μετέφεραν με φορείο ως τη Μόρφη κι από κει με αυτοκίνητο μέσω Κοζάνης στην Αθήνα.

Κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης νοσηλείας του, οι πολεμικές επιχειρήσεις έληξαν και η χώρα βρέθηκε υπό κατοχή. Τον Δεκέμβριο του 1942, και ενώ ακόμα νοσηλευόταν στην Αθήνα, ο Δαβάκης συνελήφθη ως όμηρος από τις ιταλικές αρχές κατοχής, μαζί με πολλούς διακεκριμένους αξιωματικούς, γιατί θεωρήθηκαν ύποπτοι αντιστασιακής δράσης. Οι συλληφθέντες επιβιβάστηκαν στην Πάτρα στο ατμόπλοιο Τσιτά ντι Τζένοβα (Πόλη της Γένοβα) για να μεταφερθούν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Το πλοίο αυτό τορπιλίστηκε από συμμαχικό υποβρύχιο και βυθίστηκε στα ανοιχτά των νότιων αλβανικών ακτών, με αποτέλεσμα να πνιγούν οι επιβαίνοντες στα νερά της Αδριατικής. (Ιανουάριος 1943). Το πτώμα του Δαβάκη περισυνελέγη, αναγνωρίστηκε και ετάφη στον Αυλώνα. Μεταπολεμικά τα οστά του διακομίστηκαν και ενταφιάστηκαν στην Αθήνα.  

Ο πόλεμος ήρθε

Φαντάροι αξημέρωτοι τραβούν στο Επταχώρι,
με τα μουλάρια στα στενά, το φόρτωμα βαρύ.
Μικροί, μεγάλοι, δίπλα τους, ένα χωριό στο πόδι,
για της πατρίδας την τιμή όλοι ζητούν σπαθί.

Μες στην πλατεία τού χωριού μιλάει ο Δαβάκης
και του στρατού μας εξηγεί τη δύσκολη στιγμή,
γι αυτό ζητά τη συνδρομή
«παντός δυναμένου να μεταφέρει πολεμοφόδια
εις τα υψώματα», προς την πρώτη γραμμή.
Δεν προλαβαίνει να το πει και η βουή τον κόβει.
Από καιρό είν’ έτοιμοι, και θέλουν και μπορούν
να δώσει ο καθένας τους τη δύναμή του όλη.
Για την αξιοπρέπεια, και ανυπομονούν.

Και οι γυναίκες στη φωτιά.
Γυναίκες ακατάβλητες, ψημένες μες στη ζήση,
γνωρίσανε τον πόλεμο από μικρά παιδιά,
μπρος στα δεινά που έρχονται καμιά δε θα λυγίσει,
δίνουν παρόν στο κάλεσμα
και κουβαλούν αγόγγυστα τα πυρομαχικά.
Υψώματα της Ζούζουλης, Πριάσωπο, Αϊλια.
Αγκάθια, λάσπη, ατραποί, κατσάβραχα κι αντάρα,
για το αρχαίο σθένος τους ασήμαντα μικρά.

Στο δρόμο τής επιστροφής και πάλι φορτωμένες,
μ’ αυτούς που τους ορίσανε στην πρώτη τη γραμμή,
στης τύχης τους το διάσελο τους βρήκανε οι σφαίρες,
την ώρα που σηκώνανε του έθνους την τιμή.

Φέρνουν μαζί και Ιταλούς φαντάρους πληγωμένους,
πριν λίγο μισητοί εχθροί, θρασείς επιδρομείς.
Κι αυτών το αίμα κόκκινο, των είκοσί τους χρόνων,
στα μέρη μας τους έφερε πολιτισμός ντροπής.

Γρήγορα δένουνε κλαδιά για πρόχειρα φορεία,
με τα τσαρούχια ακροπατούν στις γκρίζες ρεματιές,
αυτές οι σκληροτράχηλες με τα σκασμένα χέρια,
ξέχειλες είναι από στοργή σα μάνες κι αδερφές.

Όλοι σε όλα δίνονται αυτές τις άγριες μέρες,
μες στου πολέμου τη φωτιά ανθεί η ανθρωπιά.
Κι αν οι αιώνες προχωρούν και οι γενιές καινούριες,
η Ιλιάδα γράφεται για πολλοστή φορά…

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΕΡΑΜΑΡΗΣ
(συνταξιούχος εκπαιδευτικός – Επταχώρι)

 

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ  ΜΙΣΥΡΗΣ

Ο Αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Γ. Μισύρης, ήταν υποδιοικητής τού Αποσπάσματος Πίνδου. Πέτυχε την πρώτη σημαντική νίκη κατά των Ιταλών, χαράματα της 1ης Νοεμβρίου 1940, στη Λυκόρραχη Γράμμου, δεκαπέντε χλμ. από το Επταχώρι. Η μάχη αυτή κατά των επίλεκτων μεραρχιών τών Ιταλών ήταν τεράστιας σημασίας, αφ ’ενός μεν γιατί αναπτερώθηκε το ηθικό τού στρατεύματος, αφ’ ετέρου δε γιατί έδωσε πολύτιμο χρόνο στο υπόλοιπο στράτευμα να οργανωθεί και να καταφθάσουν οι ενισχύσεις που ζητούσε ο Δαβάκης. Στη μάχη αυτή, στην οποία τραυματίστηκε, πιάστηκαν 210  αιχμάλωτοι.

Η πρώτη νίκη τού ’40 – Λυκόρραχη

Τριανταμία τού Οκτώβρη και ο εχθρός έχει διαβεί,
λίγα χιλιόμετρα απομένουν, στο Επταχώρι να φανεί.
Βραχνός, Δαβάκης και Μισύρης απόψε πάλι αγρυπνούν,
την αντεπίθεση τοιμάζουν και νέα σχέδια εκπονούν.

Νύχτα κινάει ο Μισύρης, προς τον Πριάσωπο τραβά,
μέχρι το γόνατο η λάσπη, και η βροχή δε σταματά,
καταβουλιάζουν τα μουλάρια, οι στρατιώτες τα βοηθούν,
πρέπει να πιάσουν την Αρένα και στη Λυκόρραχη να βγούν.

Πρώτη Νοέμβρη ξημερώνει, έχουν πιαστεί οι κορυφές,
οι Ιταλοί αργοξυπνούνε – τέσσερις μέρες νικητές.
Μα ξάφνου οπλοπολυβόλα αρχίζουνε να κελαηδούν,
ανύποπτοι εκείνοι σπεύδουν, μες στο χωριό να καλυφθούν.

Για τα καλά ανάβει η μάχη και οι δικοί μας προχωρούν,
άυπνοι, όμως ψυχωμένοι για μία νίκη πια διψούν.
Μια σφαίρα βρίσκει το Μισύρη, όμως αυτός την αγνοεί,
εφ’ όπλου λόγχη τούς φωνάζει, αφόβιστα τους οδηγεί.

Εκ του συστάδην πια η μάχη, χειροβομβίδες σωρηδόν,
ανατριχιάζουν στο «ΑΕΡΑ» και σωτηρία πρηνηδόν.
Γελούσαν μέχρι χτες εκείνοι, τώρα τα χέρια τους ψηλά,
με «μπέλα Γκρέτσια» ικετεύουν, αξιολύπητα θεριά…

Λυκόρραχη. Η πρώτη νίκη. Είναι του έπους η αρχή.
Μία καινούρια Ιλιάδα τις άλλες μέρες θα γραφεί!

Για «λίγες ντουφεκιές» μιλούσαν σημαίνοντες επιτελείς,
«έτσι για την τιμή των όπλων». – Να ήταν μόνον αφελείς;
Μα η φωνή τού Λεωνίδα ήχησε πάλι σαν κραυγή
γι’ αυτούς που κράτησαν την Πίνδο, εδώ στην πρώτη τη γραμμή!

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΕΡΑΜΑΡΗΣ
(συνταξιούχος εκπαιδευτικός – Επταχώρι)

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΒΙΑΣ (1899-1994)

Η 28η Οκτωβρίου 1940 βρήκε τον, Ταγματάρχη τότε, Καραβία να υπηρετεί στο 3ο Γραφείο της Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας, στην Κοζάνη. Στις 29 Οκτωβρίου αναχώρησε για το Επταχώρι όπου έφθασε στις 10 το πρωί 30 Οκτωβρίου. Μελετούσαν το σχεδιασμό του Δαβάκη για την αντεπίθεση κατά των Ιταλών ως το απόγευμα που έφτασε και ο υποστράτηγος Βασίλειος Βραχνός. Όλοι μαζί οργάνωσαν την αντεπίθεση βασισμένη στο σχεδιασμό τού Δαβάκη. Οι Ιταλοί είχαν φτάσει στη Λυκόρραχη. Την 1η Νοεμβρίου 1940 οι ελληνικές δυνάμεις έκαναν αντεπίθεση και κύκλωσαν τις ιταλικές, που αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Στις 2 Νοεμβρίου, μετά τον τραυματισμό τού συνταγματάρχη Δαβάκη και του αντισυνταγματάρχη Μισύρη, ο Καραβίας ανέλαβε τη διοίκηση του Αποσπάσματος. Υπό την ηγεσία του δόθηκαν σκληρές μάχες με κατά πολύ υπέρτερες ιταλικές δυνάμεις στη Φούρκα και τα υψώματα Προφήτης Ηλίας, Γύφτισσα και Ταμπούρι που στέφθηκαν από επιτυχία για τους μαχητές του Αποσπάσματος. Μετά την ελληνική νίκη, η οποία ήταν η πρώτη ελληνική νίκη στη Μάχη της Πίνδου, οι Ιταλοί αλπινιστές βρέθηκαν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο στρατό και φοβούμενοι περικύκλωση και καταστροφή οπισθοχώρησαν σε μεγάλη αποδιοργάνωση. Μετά την οπισθοχώρηση των Ιταλών ο Καραβίας ηγήθηκε στρατιωτικών σωμάτων που πολέμησαν μέχρι τον Απρίλιο του 1941 τους Ιταλούς εντός του Αλβανικού εδάφους.

Ο Καραβίας για Δαβάκη:

Ο ήρωας του Πολέμου 1940 και Διάδοχος του Συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη στη Διοίκηση του “Αποσπάσματος Πίνδου”, Αντισυνταγματάρχης (τότε Ταγματάρχης) Ιωάννης Καραβίας, σε Πολεμική Έκθεσή του, αναφέρει μεταξύ των άλλων : «Η προσωπική μου γνώμη, ως Επιτελούς του Τ.Σ.Δ.Μ. (Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας), είναι ότι ο Συνταγματάρχης Δαβάκης Κ. εκέρδισε την πρώτην Μάχην, την Μάχην τής Πίνδου, την Μάχην ήτις έσωσεν τον Πολιτισμόν ολοκλήρου του Κόσμου! Είναι ήρως: διότι συνέλαβε το τολμηρόν Σχέδιον Ελιγμού, την Αντεπίθεσιν της 1ης Νοεμβρίου 1940, την οποίαν εκτέλεσαν τελεσφόρως και αποτελεσματικώς, ανακαταλαβών την Κορυφήν τής Πίνδου, το Ταμπούρι, και τας διαβάσεις Κερασόβου και Λυκοράχης, αποκόψας ούτω όλας τας βορείως του Σμόλικα οδεύσεις, αναγκάσας την Μεραρχίαν Τζούλια να υποχωρήση και υπό την πίεσιν νεοαφιχθεισών δυνάμεων να διαλυθή. Απεφεύχθη, ούτως κατάληψις του Μετσόβου και ανετράπη το Σχέδιον του Ιταλού Αρχιστρατήγου. Είναι ήρως: Διότι Συνταγματάρχης ων, ετέθη επί κεφαλής Διλοχίας εις την ζωτικωτέραν κατεύθυνσιν της Αντεπιθέσεως, δίδων ούτω το παράδειγμα της αυτοθυσίας και Ετραυματίσθη εις την Πρώτην Γραμμήν του Πυρός υπό φορητού Όπλου, σπάνιον Παράδειγμα εις τα Στρατιωτικά Χρονικά”. Υποβάλλεται εις τον Διοικητήν του Τ.Σ.Δ.Μ. Αντιστράτηγον κ. Πιτσίκαν Ιωάννην. Υπογραφή: ΙΩΑΝ.ΚΑΡΑΒΙΑΣ Αντισυνταγματάρχης Πεζικού.

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ  ΔΙΑΚΟΣ

diakos-40Ο Αλέξανδρος Διάκος, από την ιταλοκρατούμενη Χάλκη της Δωδεκανήσου, ήταν ο πρώτος νεκρός αξιωματικός κατά την αντεπίθεση της 1ης Νοεμβρίου 1940. Έπεσε στο ύψωμα της Τσούκας στη Φούρκα της Κόνιτσας πολύ κοντά στην Ζούζουλη Καστοριάς.
Η αναφορά που έφθασε στα χέρια τού Συνταγματάρχη Δαβάκη αναφέρει:
«Πολλαπλάσιαι ιταλικαί δυνάμεις αντεπετέθησαν κατά των οπλιτών του λόχου… Με αδάμαστον αποφασιστικότητα και ακλόνητον θάρρος ο υπολοχαγός Διάκος Αλέξανδρος κατόρθωσε ν’ ανασυντάξη εκ τρίτου τον λόχον, να τον εμψυχώση και να τον ρίψη μετά νέας ορμής εναντίον των λυσσωδώς αμυνομένων Ιταλών. Καθ’ ον δε χρόνον διά τετάρτην φοράν ο δοκιμασθείς λόχος εκαλείτο με την λόγχην εφ’ όπλου ν’ αντιμετωπίση νέαν, θραυσθείσαν και αυτήν, αντεπίθεσιν του εχθρού διά της τελικής εφόδου του, ο δε ηρωικός διοικητής του λόχου αυτού, τεθείς επί κεφαλής, εκραύγαζε με φωνήν Άρεως: «Εμπρός, παιδιά, για μια μεγάλη Ελλάδα και μίαν ελεύθερη Δωδεκάνησο», ριπή πολυβόλου τον εφόνευσε». Ο Αλέξανδρος Διάκος  γνώρισε την αθανασία σε ηλικία 29 ετών!

Αλέξανδρος  Διάκος

Από τη Χάλκη κίνησες τον όμορφον αγώνα
με θάρρος απροσμέτρητο κατά των Ιταλών.
Κι όταν στη χώρα έφτασε το άγος τού αιώνα,
στάθηκες αντιμέτωπος στυγνών κατακτητών,
αγέρωχος ενώπιον των εχθρικών πυρών.

Στης Ζούζουλης το ύψωμα σε όρισε η πατρίδα,
και βρέθηκες να πολεμάς στην πρώτη τη γραμμή,
μέσα σου δυνατή φωνή, φωνή τού Λεωνίδα,
νυν υπέρ πάντων ο αγών, του έθνους προσταγή.
Και έπεσες, Αλέξανδρε, στην πρώτη τη γραμμή.

Απλός, καθάριος, άδολος ο πατριωτισμός σου,
μέσα στης μάχης τη βουή, στων όπλων την κλαγγή,
αγνός για την Ελλάδα μας ο ενθουσιασμός σου
σε όρθωσε αφόβιστο, γενναίο μαχητή.
Και έπεσες, Αλέξανδρε, στην πρώτη τη γραμμή.

Πολλοί σε ακολούθησαν στης Πίνδου τις χαράδρες,
σε ρέματα, σε διάσελα, σε χιόνια, σε γκρεμούς,
μέσα στα χρόνια στέκεστε αείφωτες λαμπάδες,
χρέος βαρύ αφήσατε σε μας τους ζωντανούς,
που ήσυχοι βιώνουμε καιρούς ειρηνικούς.

Καθένας απ’ τη θέση του μπορεί να πολεμάει,
για της πατρίδας το καλό και για την προκοπή,
τι τού ’δωσε η πατρίδα του, ποτέ του δε ρωτάει,
και δε ζητάει πληρωμή, καμιά ανταμοιβή,
έτοιμος πάντα να σταθεί στην πρώτη τη γραμμή.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΕΡΑΜΑΡΗΣ
(συνταξιούχος εκπαιδευτικός – Επταχώρι)

 

ΣΩΤΗΡΙΟΣ ΜΗΛΙΟΣ (1915 – 1941)

Έπεσε πολεμώντας στη γραμμή Πόγραδετς-Ελμπασάν  το 1941, ως ανθυπολοχαγός.

Από εφημερίδα της Ελληνικής ομογένειας:

«ΟΙ ΗΡΩΕΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΒΟΥΝΩΝ – Τι προσέφερεν εις τον βωμόν της πατρίδος το Επταχώριον της Μακεδονίας.

Κατά τον πόλεμον  του 1940 το Επταχώρι είχε δύο θύματα, τον δικηγόρον Σωτήριον Κ. Μήλιον και τον διαπρεπέστατον  ιατρόν Ιωάννην Π. Δήμου. Είχε και τρεις ελαφρώς τραυματισθέντας, τον Κων.  Δημ. Δήμου,  Μιχ. Χρ. Λιάπην και Γεώργιον Ι. Χαλκιάν

Ο Σωτήριος Μήλιος γεννήθηκε στο Επταχώρι το 1915. Αφού τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο Επταχωρίου, φοίτησε στο Γυμνάσιο Τσοτυλίου. Το 1933 εισήχθη στη Νομική σχολή τού Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1936 στη σχολή εφέδρων αξιωματικών στη Σύρο. Με το βαθμό τού ανθυπολοχαγού υπηρέτησε στο 5ο σύνταγμα στα Τρίκαλα. Μετά το τέλος τής θητείας του, άνοιξε δικηγορικό γραφείο στην Καστοριά. Το χάρηκε λίγες εβδομάδες. Με την κήρυξη του πολέμου επιστρατεύτηκε και πήρε μέρος σε σκληρές μάχες. Βρέθηκε στο πιο βορινό τμήμα τού μετώπου, στη γραμμή Πόγραδετς-Ελμπασάν. Του ανετέθη να καταλάβει ένα ύψωμα πάση θυσία. Στη λυσσαλέα μάχη δέχτηκε δύο σφαίρες, αλλά αρνήθηκε να μεταβεί στα μετόπισθεν για την επίδεση των τραυμάτων. Δεν εννοεί να φύγει ζωντανός, αν δεν καταλάβει το ύψωμα. Και πράγματι καταφέρνουν να απωθήσουν τους Ιταλούς. Τη στιγμή που πέφτει στα χέρια των ανδρών του το ύψωμα, μια ομοβροντία σφαιρών τον ρίχνει κάτω. Πρόλαβε να πει στους στρατιώτες του: «Παιδιά μην κλαίτε. Θάρρος. Και να πείτε στον πατέρα μου ότι δεν πέθανα, αλλά ζω αιωνίως, γιατί τη ζωή μου την εθυσίασα στο βωμό τής πατρίδος.»

Τον μετέφεραν αναίσθητο στο νοσοκομείο τής Φλώρινας, όπου πέθανε από ακατάσχετη αιμορραγία την 1 Φεβρουαρίου 1941.»

ΙΩΑΝΝΗΣ ΔΗΜΟΥ του Περικλή (1908 -1941)

Έφεδρος ανθυπίατρος. Έπεσε στην Τρεμπεσίνα στις 11 Φεβρουαρίου 1941. Ήταν από το Επταχώρι, 33 ετών…

ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ  ΝΤΑΣΚΑΣ

(Τα στοιχεία για τον Ελευθέριο Ντάσκα από την ιστοσελίδα Θεοδώριανα)

  Ξημερώματα 1ης Νοέμβρίου 1940. Ο 2ος λόχος του 4ου Συντάγματος Πεζικού επιχειρεί ανακατάληψη της Γραμμής “Γύφτισσα – Οξυά” και του υψώματος «Τσούκα» που βρίσκεται ανάμεσα στα χωριά Φούρκα Ιωαννίνων και Ζούζουλη Καστοριάς. Στη μάχη πέφτει νεκρός ο διοικητής του λόχου, υπολοχαγός Αλέξανδρος Διάκος, 29 χρονών από την Ιταλοκρατούμενη ακόμα Ρόδο.

Τη διοίκηση του λόχου αναλαμβάνει ο Ελευθέριος Ντάσκας 38 χρονών, έφεδρος   ανθυπολοχαγός, ο οποίος τα αμέσως επόμενα λεπτά πέφτει και ο ίδιος νεκρός από πυρά πολυβόλου. Στη μάχη εκείνη πιάστηκαν αιχμάλωτοι τρεις Ιταλοί αξιωματικοί και 222 ιταλοί οπλίτες. Επιτεύχθηκε η ανακατάληψη της Γραμμής Γύφτισσα – Οξιά και ο ελληνικός στρατός κατέγραψε τους πρώτους ήρωες, τους πρώτους νεκρούς του Έλληνες αξιωματικούς.

“Σύμφωνα με την διαταγή αντεπιθέσεως, το πρωί της 1ης Νοεμβρίου η Διλοχία του Ι τάγματος του 4ου συντάγματος έπρεπε να καταλάβει το χωριό Φούρκα, δυτικά της Ζούζουλης.  Μπροστά από αυτή υψώνεται το όρος Τσούκα με υψόμετρο 1157 μ. καλυμμένο από δάση. Έπρεπε λοιπόν να καταληφθεί η Τσούκα και ο διοικητής του λόχου ζητεί από τους στρατιώτες του μια τελευταία προσπάθεια, είχαν ακολουθήσει δυο αποτυχημένες, για την κατάληψη της Τσούκας. Η ώρα ήταν 12 και η φωνή του Διάκου αντήχησε πάλι. «Εμπρός δια της λόγχης». Μόνο ο Ντάσκας και λιγοστοί άνδρες τον ακολουθούν τη φορά αυτή. Οι άνδρες προχωρούν και η πρώτη ιταλική γραμμή καταλαμβάνεται και πάλι. Όμως βρέθηκε ακριβώς απέναντι από ένα ιταλικό πολυβόλο. Προσέξατε κύριε υπολοχαγέ, φώναξε ο Ντάσκας. Ορθός ο Διάκος με το όπλο του έβαλε κατά του χειριστή του ιταλικού πολυβόλου. Αλλά το ξερό κροτάλισμα του πολυβόλου αντήχησε και πάλι και έτσι ο Διάκος έπεσε νεκρός. Μας φάγανε τον υπολοχαγό, φώναξε ο Ντάσκας. Ήταν οι τελευταίες λέξεις που πρόφερε καθώς πήγαινε προς το μέρος που είχε πέσει ο Διάκος. Μια ριπή τον εσώριασε και αυτόν νεκρό…. Η Τσούκα κατελήφθη τις επόμενες ημέρες, ο Διάκος και ο Ντάσκας ήταν οι πρώτοι αξιωματικοί νεκροί του πολέμου”.

(Στοιχεία από τη μεγάλη εικονογραφημένη ιστορία του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου 1940-1941 του Αλέξανδρου Εδιπίδου)

Ο Ελευθέριος Ντάσκας τάφηκε από ντόπιους στον οικισμό Ζούζουλη της Καστοριάς. Γεννήθηκε στον Πλάτανο Τρικάλων. Γιος του δάσκαλου Χρήστου Ντάσκα, ο οποίος γεννήθηκε στα Θεοδώριανα, αλλά στις αρχές του περασμένου αιώνα εγκαταστάθηκε στον Πλάτανο Τρικάλων. Το τελευταίο από τα έξι αγόρια της οικογένειας. Ακολουθεί στο δρόμο της θυσίας για την πατρίδα τον μεγαλύτερο αδερφό του Νίκο, ο οποίος σκοτώθηκε στον πόλεμο του 1914-18. Στην πλατεία του Πλάτανου Τρικάλων έχει στηθεί από το 1980 ορειχάλκινη προτομή του. Από τότε τελούνται προς τιμήν του την πρώτη Κυριακή κάθε Νοεμβρίου τα “Ελευθέρια ”, πολιτιστικές – αθλητικές εκδηλώσεις, αφού ήταν και πρωταθλητής του Γυμναστικού συλλόγου Τρικάλων. Επίσης στην Άρτα, οδός στην περιοχή «Τρίγωνο» έχει πάρει το όνομά του.

Στο Επταχώρι στήθηκε η προτομή του το 1979, δίπλα στο Δαβάκη, Διάκο, Μισύρη, Μήλιο και Δήμου.

 

Αφηγήσεις παλιότερων για την παραμονή τού Δαβάκη στο Επταχώρι

Το Επταχώρι ορίστηκε ως έδρα τού Αποσπάσματος Πίνδου με διοικητή τον συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Δαβάκη. Δυο μήνες είχαν στο χωριό το Δαβάκη με το στρατό του, από τέλος Αυγούστου 1940.  Οι γονείς και οι παππούδες μας τον  θυμούνται στην πλατεία όπου συγκεντρώνονταν κι εκείνος έβγαινε στο μπαλκόνι του «Αρχηγείου» και τους μιλούσε. Ή καθόταν ακριβώς από κάτω, μπροστά στο καφενείο «ΕΘΝΙΚΟΝ» του προέδρου Κοσμά Τσέτσου, και συνομιλούσε με τους χωριανούς. Κερνούσε τους στρατιώτες και τους κατοίκους από το μισθό του. Πολλοί είναι αυτοί στο χωριό που τον θυμούνται να χορεύει στην πλατεία, μάλιστα μπροστά! Έστηνε χορούς για να ενθαρρύνει και να εμψυχώνει κατοίκους και στρατιώτες. Κάθε μέρα ξεκινούσε το πρωί με το άλογο και τους επιτελείς του, για περιοδεία στην περιοχή που είχε οριστεί να πολεμήσει το Απόσπασμα Πίνδου. Εκεί κατασκευάζονταν απ΄τους στρατιώτες ορύγματα και χαρακώματα. Δίπλα του είχε και τον πρόεδρο του χωριού Κοσμά Τσέτσο. Τον είχε δεξί χέρι, ζητούσε τη γνώμη του, αφού ήξερε καλά τον τόπο και τους οδηγούσε εκεί που στη συνέχεια δόθηκαν οι μάχες. Μας αφηγούνται με μεγάλη προθυμία και συγκίνηση κι εμείς δεν χορταίνουμε να τους ακούμε. Ιστορίες ανθρώπινες που δείχνουν πόσο δικό τους τον έβλεπαν, πόσο οικεία, ζεστά και ωραία ένιωθε ανάμεσά τους. Τον λάτρευαν και ήταν έτοιμοι να τρέξουν, όταν τους καλούσε. Πρόθυμοι να βοηθήσουν όπως μπορούσε ο καθένας, άντρες, γυναίκες, γέροι, παιδιά.

Λέει η Μαρία Γιαννούλη σε εκπομπή της ΕΤ3 (δεκαετία ’90): “Το σπίτι μας το επίταξαν, κοιμούνταν ο στρατός. Σε ένα δωμάτιο ο Δαβάκης, στο άλλο εμείς». 14χρονη το ’40 Μαρία, και θυμάται διάφορα περιστατικά από τη διαμονή του Δαβάκη στο σπίτι τους… “‘Ήμασταν μια οικογένεια…” Kαι αλλού: “τον έφεραν εδώ απάν’ στη Ράχη τραυματισμένο στο φορείο… εμείς τα παιδιά πήγαμε να τον δούμε και να τον αποχαιρετήσουμε… μας είδε και έκλαψε… και λέει «παιδιά μη φοβάστε, θα τους νικήσουμε, θα τους γυρίσουμε πίσω και θα ελευθερωθούμε» Και λέει ο αδερφός τ’ ο γιατρός: «παιδιά, φιλήστε του το χέρι» … έσκυψάμι όλ’, φιλήσαμι του χερ’ και ευχήθκαμι περαστικά. Κι από κει τον πήραν πάλι στο φορείο κι έφυγαν»

Ο Αργύριος Λουλάκης (πατέρας μου) Ήταν στα δεκαπέντε του το ’40.

«Στις 28 Οκτωβρίου που κηρύχτηκε ο πόλεμος, το χωριό άδειασε για 3-4 μέρες, κρυφτήκαμε στο δάσος  και στα κατσάβραχα Βοΐου, στις καλύβες που είχαν στα χωράφια τους εκεί κάποιοι χωριανοί. Δεν ησύχαζα, δεν μπορούσα να είμαι κρυμμένος κι ο πόλεμος ν΄ακούγεται… κατέβηκα στο χωριό και πήγα σ’ ένα ύψωμα όπου ήταν το φυλάκιο με μερικούς στρατιώτες να χειρίζονται ασύρματο, παίρνοντας και στέλνοντας μηνύματα. Ήξερα καλά τους δύο, σπίτι μας έμεναν δυο μήνες, όλα τα σπίτια φιλοξένησαν στρατιώτες τότε. «Ήρθα να βοηθώ σε ό,τι μπορώ» είπα. «Τότε να σε κάνουμε εθελοντή»… και έγινα εθελοντής, μου έδωσαν και στρατιωτικά ρούχα, κι εγώ καμάρωνα έτσι ντυμένος!» Η πρώτη αποστολή: στις 30 ή 31 Οκτωβρίου οδήγησε στο μέτωπο ένα τμήμα στρατιωτών, είχαν αρχίσει να έρχονται οι ενισχύσεις που ζήτησε ο Δαβάκης… «Ως το ποτάμι, στου Ζούτσου το μύλο με άφησαν να τους οδηγήσω, «φτάνει ως εδώ» είπαν, «να ρθω λίγο πιο πάνω»… ήθελα  να πάω πιο κοντά στον πόλεμο που τον άκουγα, χαμός γινόταν απ΄τις τουφεκιές και τ΄αεροπλάνα, δε μ΄άφησαν…

Όταν έφεραν στο χωριό το Δαβάκη τραυματισμένο (2 Νοεμβρίου), πήγα στο σπίτι που τον είχαν, στου Τζημόπουλου το σπίτι («Τζημοπούλειο μουσείο» σήμερα) και ζήτησα να τον δω… δε μ΄άφηνε ο φρουρός στην πόρτα, επέμενα «τον ξέρω, μιλούσαμε όλο τον καιρό, θέλω να ρωτήσω πώς πάει ο πόλεμος» φώναζα… πήρε είδηση από πάνω ο Δαβάκης (αυτό ήθελα κι εγώ) και φώναξε «αφήστε το παιδί!»  Ήταν ανασηκωμένος στο σιδεροκρέβατο και σηκώνοντας το χέρι (δεν τον ξεχνώ) «έλα λεβέντη μου, μη φοβάσαι, όλα καλά παν, θα τους μαντρώσουμε όπου να ‘ναι!»

Γράφει ο Γιάννης Αρχιμαντρίτης  (δεκαπέντε χρονών τότε) σε σημειώσεις του: «Το 1940 τον μήνα Αύγουστο ήρθαν στο χωριό μας τμήματα στρατού με τον Συνταγματάρχη Κ. Δαβάκη. Για γραφεία Μεραρχίας επιτάξανε το σπίτι του Νικολάου Σιασιούλη. Το καφενείο τού πατέρα μου επιτάξανε ως τηλεφωνικό κέντρο και επικοινωνούσε κατ’ ευθείαν με Γ.Ε.Σ. και άλλες υπεύθυνες υπηρεσίες στρατού και υπουρ­γεία. Ο Δαβάκης ήταν πολύ λαϊκός τύπος και καταδεκτικός, με τους νέους ως νέος, με τους τσοπαναραίους ως απλός χωρικός, και γενικά πολύ χαρούμενος με όλους. Φορούσε πένθος στο μανίκι. Μας εγνώρισε τον μεγάλο του πόνο για τον αδελφό του Μιχάλη (αεροπόρος) που είχε σκοτωθεί  πρόσφατα σε αεροπορικά γυμνάσια που έκανε. Η κοινότητά μας θεώρησε καθήκον να κάνει μνη­μόσυνο στην μνήμη τού Μιχάλη Δαβάκη. Ανέλαβε ο Γ. Ζήδρος το βράσιμο του σιταριού και εγώ με άχνη ζάχαρη και καρύδια με κανέλα έκανα το όνομα Μιχάλης Δαβάκης με γαρνίρισμα από γύρω. Στην εκκλησία μίλησε ο δάσκαλος Δ. Ταμπακόπουλος αναφερόμενος στον πατριωτισμό και την δραστηριότητα στην πολεμική αεροπορία τού Μιχάλη Δαβάκη. 0 Κώστας Δαβάκης συγκινήθηκε και το κλάμα έτρεχε στο πρόσωπό του.»

Ο  Περικλής Δήμου, δέκα χρονών το ΄40, μου είπε: «Τέσσερις φούρνους είχε φτιάξει ο στρατός πάνω απ΄την αϊ Παρασκευή, εκεί που είναι τώρα ο παιδικός.  Πήγαινα συχνά με άλλα παιδιά να βλέπουμε πώς κουβαλούν το ψωμί και τα καζάνια με το φαγητό στην πλατεία για να φαν. Θυμούμαι το Δαβάκη να παίρνει από καζάνι κρασί  με την κουτάλα, που το μοίραζε στους φαντάρους»

Ο Θεόδωρος Κ.Δήμου, εννιά χρονών το ΄40: «Ο Δαβάκης έβαζε το άλογο στο υπόγειο του σπιτιού μας. Μου έδινε το δαδί να φέγγω να πάμε στο άλογο. Μια φορά που πήγε κυνήγι με πήρε στα καπούλια. Όταν τον έφεραν τραυματισμένο στου Τζημοκότα το σπίτι (Τζημοπούλειο μουσείο σήμερα) εγώ μπαινόβγαινα συχνά, γιατί η γυναίκα του Τζημοκότα ήταν αδερφή τής μάνας μου. Έπιανε κουβέντα μαζί μου. Ήταν η χλαίνη του κρεμασμένη και μου είπε: «βάλε το χέρι μέσα και πάρε ό,τι βρεις». Ήταν βαθιά η τσέπη κι εγώ προσπαθούσα να φτάσω κάτω. «Άντε Θοδωρή, ακόμα λίγο και θα το καταφέρεις» έλεγε χαμογελαστός, ενώ εγώ σχεδόν θα έμπαινα ολόκληρος στη μεγάλη τσέπη απ΄την προσπάθεια! Μου είπε ν΄ανεβώ στο κρεβάτι για να φτάσω καλύτερα. Βρήκα λίγες δραχμές, «δικές σου είναι», είπε. Κι εγώ έτρεξα αμέσως στο μαγαζί να πάρω στραγάλια.»

Μια εγγονή του Κοσμά Τσέτσου, προέδρου στα χρόνια του πολέμου, η Γιαννούλα Τσέτσου  (Πλιάτσικα), η οποία γεννήθηκε στα μέσα Οκτωβρίου, μας είπε σε μια απ΄τις εκδηλώσεις μας για το ‘40: «Είχε δύσκολη γέννα η μάνα μου, και ο Δαβάκης κάλεσε με τον ασύρματο γιατρό, ο οποίος ήρθε και βοήθησε την πρακτική μαμή… Ο Δαβάκης είπε πως θέλει να βαφτίσει το παιδί… Του είπε τότε η μάνα μου: Κουρίτς είνι, συνταγματάρχα, όχ’ πιδί»… Όμως ο Δαβάκης  τραυματίστηκε και τον έφυγαν απ΄το χωριό… κι έτσι έχασα το νούνο…” είπε η Γιαννούλα.

Πολλοί είναι αυτοί στο χωριό που τον θυμούνται να κερνάει τον κόσμο στα καφενεία και να χορεύει στην πλατεία, μάλιστα μπροστά! Έστηνε χορούς για να ενθαρρύνει και να εμψυχώνει κατοίκους και στρατιώτες. «Με κανάτα στο κεφάλι χόρευε, είχε μεγάλο κεφάλι» είπε σε μια εκδήλωση 28ης Οκτ. ο μπαρμπα-Κώστας Μπουτσιούλης, 11 χρονών τότε. Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, που έφτασε στην πλατεία Επταχωρίου το απόγευμα 28ης Οκτ. επιβεβαιώνει τα παραπάνω (για χορό) σε ηχητικό ντοκουμέντο .

«Είχε καραμέλες στις τσέπες και έδινε στα πιο μικρά παιδιά», μου είπε ο Χρήστος Ζούτσος, 8 χρονών το ΄40. «Το σπίτι μας ήταν δίπλα στο σπίτι που κοιμόταν… είχαμε ένα παραθυράκι προς το δρόμο κι από κει μάς έριχνε καραμέλες και καρύδια, νησκά ήμασταν όλα από φαϊ, πού να βρούμε καραμέλες τότε .

Γράφει ο Γαλάνης Αθαν. Νικόλαος  (11 χρονών το ΄40) στο βιβλίο του, «Μνήμες, εμπειρίες, βιώματα και γεγονότα που έζησα εγώ και η οικογένειά μου»:  Στο χωριό μου Επταχώρι έδρευε το σύνταγμα Δαβάκη, και είχαν το μαγειρείο στην αυλή τού σπιτιού της γιαγιάς μου και κάθε μέρα πριν τη διανομή ο μάγειρας μάς έβγαζε και εμάς φαγητό. Φακές, φασόλια και ό,τι άλλο μαγείρευαν. Οι φαντάροι παρατάσσονταν σε τριάδες και ο μάγειρας έκανε τη διανομή. Πριν ο επιλοχίας της υπηρεσίας με τη σάλπιγγα καλούσε για φαγητό τούς φαντάρους («φαντάρε πού πας, πάρε την καραβάνα κι έλα να φας») Θυμάμαι τα φανταράκια που τραγουδούσαν ερωτικά τραγούδια και καθόταν στα πεζούλια γύρω από το σπίτι της γιαγιάς μου κι εμείς τα παιδιά πηγαίναμε και μας μιλούσαν για πολλά πράγματα.

Επιμέλεια: Ιωάννα Λουλάκη iloulaki@gmail.com