(Παλιότερα και σήμερα στο Επταχώρι)
«Κόλιντα, μέλιντα
σούρβα Βασίληνα.
Κι μένα, μπάμπου, κλούρα
να μη σ΄τσακίσου την κουκούδα.”

Σ΄όλα τα σπίτια του χωριού, την παραμονή των Χριστουγέννων, από βραδύς ως το πρωί, ακούγονταν το χαρμόσυνο αυτό τετράστιχο, ανακατωμένο με το θόρυβο, που δυνάμωνε από πόρτα σε πόρτα με τις τζιουμπανίκες των παιδιών. Μέρες πολλές ετοιμάζονταν για τα κόλιντα. Από νωρίς ετοίμαζαν τις τζιουμπανίκες. Όσα παιδιά ήθελαν να κάνουν καινούριες τζιουμπανίκες, έτρεχαν μέρες νωρίτερα στους τζομπάνηδες που είχαν σ΄αυτό το έργο κάποια ειδικότητα. Τις έκαναν με κλωνάρια κρανιάς για να έχουν μεγαλύτερη αντοχή. Τις έκοβαν κοντά στις ρίζες, στο κάτω μέρος κάποιας διακλάδωσης. Καθάριζαν τα διπλανά κλωνάρια κι άφηναν να σχηματιστεί στη βάση τής κεντρικής βέργας ένας σφαιρικός όγκος, η τζιουμπανίκα. Τις πύρωναν μετά πάνω σε φλόγα, καθάριζαν τη φλούδα με μαχαίρι, τις έτριβαν μ΄ένα χοντρό μάλλινο ύφασμα και τις πρόσφεραν στα παιδιά, που τόσο τις λαχταρούσαν για τα κόλιντα.

Και χαιρόταν τα κόλιντα όλος ο κόσμος. Οι νοικοκυρές ετοίμαζαν τα πτάρια με το σταυρό στη μέση, τα ξυνόμηλα, τα καρύδια, τα λεφτόκαρα και τα ξυλοκέρατα, κλυτσούρια όπως τα έλεγαν όλα μαζί, για να τάχουν πρόχειρα, όταν θα περάσουν τα παιδιά από τα σπίτια τους.
Άρχιζαν να βγαίνουν τ΄άστρα στον ουρανό και τα παιδιά γύριζαν στο χωριό χτυπώντας με τις τζιουμπανίκες τις πόρτες. Ξεκινούσαν από τους μαχαλάδες τους, παρέες-παρέες. Σωστό πανηγύρι σ΄ όλο το χωριό. Οι νοικοκυρές καλοδέχονταν τα παιδιά και τα οδηγούσαν στο μεγάλο δωμάτιο με το αναμμένο τζάκι. Εκεί τα παιδιά ανακάτωναν με τις τζιουμπανίκες τ΄αναμμένα κάρβουνα και έλεγαν ρυθμικά όλα μαζί:
«Αμπάρια γιομάτα, κατσίκια, αρνιά κι όλου του κόσμου τα καλά νάχει τούτ΄η αφεντιά.»
Έψαλλαν τα κάλαντα και στο τέλος, σ΄όλα τα σπίτια, έλεγαν την ευχή:
«Σ΄αυτό το σπίτι πούρθαμε πέτρα να μη ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνους πολλούς να ζήσει.»

Λίγα ήσαν σπίτια που δεν άνοιγαν τις πόρτες. Ήταν ανήμποροι γέροι που δεν μπορούσαν ν΄ανθέξουν στο θόρυβο και την αϋπνία. Τα παιδιά όμως δεν σταματούσαν να χτυπούν τις πόρτες με τις τζιουμπανίκες κι αντί για κάλαντα έλεγαν στίχους περιγελαστικούς, σαν τους παρακάτω:

“Αφέντη μου στην κάπα σου, χίλιες χιλιάδες ψείρες
άλλες γεννούν, άλλες κλωσούν κι άλλες αυγά μαζεύουν.
Εσένα πρέπει άκουσ’ το, τρουβάς με δεκανίκια
ζητιάνος όλο να γυρνάς, να μη σε λεν αφέντη.”

(Τα παραπάνω από το βιβλίο του Δημητρίου Τσίγκαλου «Μνήμες –Στοχασμοί»,1986)

Στις μέρες μας, παραμονή των Χριστουγέννων, οι νέοι του χωριού, σε μια παρέα ως Πολιτιστικός Σύλλογος, με κλαρίνα και νταούλια γυρνούν από σπίτι σε σπίτι μετά τις 12 ως τις 4-5 το πρωί, τραγουδώντας τα «κόλιντα». Τα μικρότερα παιδιά γυρνούν το χωριό, παρέες παρέες, τις πρωινές ώρες την παραμονή των Χριστουγέννων, με τους τρουβάδες για τα κλυτσούρια. Οι περισσότεροι είναι απ΄αυτούς που έρχονται στο χωριό για τις γιορτές, νέοι και παιδιά δηλαδή απ΄το Επταχώρι που ζουν σε άλλες πόλεις.
«Κόλιντα» τα λεν και στα Μαστοροχώρια Κόνιτσας, όπως και στα χωριά Άνω Βοΐου (Πεντάλοφος, Μόρφη κλπ.) Ενώ στο κάτω Βόιο (Σιάτιστα, Εράτυρα κλπ.) τα λεν «κόλιαντα».