1. Αγώνες κατά του Αλή Πασά.

2. Συμμετοχή στην Α΄ Πολιορκία τού Μεσολογγίου 1822.

3. Δίπλα στον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη.

 

(Βουρβουτσικό ή Μπουρμπουτσκό  ονομαζόταν το Επταχώρι ως το 1927).

Το Επταχώρι υπάγονταν επί Τουρκοκρατίας στην επαρχία Κόνιτσας, που ανήκε στο βιλαέτι των Ιωαννίνων. Το χωριό επιβαρύνθηκε με την πληρωμή του κεφαλικού φόρου και της δεκάτης. Το μεγάλο πρόβλημα όμως ήταν οι πλιατσικολόγοι Αρβανιτάδες. Έτσι πλήρωναν τους μπέηδες, να τους προστατεύουν. Μετά το 1750 περίπου, οι μπέηδες δεν κατάφερναν να τους προστατεύουν. Η κατάσταση χειροτέρευσε μετά το 1800. Οι μπέηδες ζήτησαν πενταπλάσιο φόρο. Οι κάτοικοι αντέδρασαν και ζήτησαν την προστασία του Αλή Πασά. Ο Βεζύρης ανταποκρίθηκε και διόρισε το 1812 γραμματέα του τον Βουρβουτσιώτη Γκολέτση. Ο Νικόλαος Γκολέτσης, στη συνέχεια, έπεισε τον Αλή Πασά να διορίσει τον καπετάν-Δήμο Ντόσα, από το Βουρβουτσικό, γενικό Δερβέναγα των περιοχών Κόνιτσας και Χρούπιστας (Άργος Ορεστικό) με αποστολή να εξοντώσει τους χαϊντούτηδες (ληστές) που είχαν εμφανιστεί στα γύρω χωριά. Ο Ντόσας επέβαλε γρήγορα την τάξη. Το 1817 οι κάτοικοι του Βουρβουτσικού, με εισήγηση του Ντόσα απέρριψαν το αίτημα του Αλή για αύξηση της φορολογίας. Κατά τα έτη 1817-1818 έγιναν τρεις επιδρομές κατά του Βουρβουτσικού, αλλά και στις τρεις οι άντρες του Αλή Πασά κατατροπώθηκαν, πράγμα που υποχρέωσε τον Αλή πασά να λέει: «Αυτό το χωριό κοντεύει να μου στοιχίσει ίσα με το Σούλι»

Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις και συγκρούσεις μέχρι το Μάιο του 1820, οπότε οι δυνάμεις τού Αλή κατάφεραν με προδοσία να εισβάλουν στο χωριό και να το κάψουν. Τον Οκτώβριο δολοφονήθηκε από τους ανθρώπους τού Αλή ο Ντόσας μέσα στην κούλια στο κέντρο τού χωριού.

Από τη στιγμή που ξέσπασε η επανάσταση του 1821, άρχισαν να καταφθάνουν αγωνιστές από τη βόρεια Ελλάδα στις επαναστατημένες περιοχές.

Για να αποτρέπουν τα αντίποινα εις βάρος τών οικογενειών  τους, ισχυρίζονταν ότι ξενιτεύονταν για την εξεύρεση εργασίας. Πολλές φορές έστελναν επιστολές με αναφορές σχετικές με τη δήθεν εργασία τους, ώστε διαβάζοντας οι Τούρκοι, να σταματούν τις πιέσεις και τις απειλές.

Ο αείμνηστος Επταχωρίτης δάσκαλος Δημήτριος Τσίγκαλος (1909-1989) γράφει στο βιβλίο του «Το Επταχώρι χίλια χρόνια στις εθνικές επάλξεις»: Ο Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει πως μεταξύ των Δυτικομακεδόνων οπλαρχηγών που ακολουθούσαν με τη «Μακεδονική Φάλαγγα» τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ήταν κάποιος οπλαρχηγός γνωστός ως Νικόλαος  Βουρβουτζιώτης (Γκολέτσης) με τα παλικάρια του απ’ το Μπουρμπουτζιό (Κασομούλη, Στρ.Ενθ. τ.Β΄, σελ. 663)»

Το 1822 ο Γκολέτσης πήρε ένα γράμμα από το Μάρκο Μπότσαρη, με τον οποίο είχαν γνωριστεί στην αυλή του Αλή Πασά, που του έλεγε: «Τα παλικάρια του Βουρβουτσικού πρέπει να τιμήσουν τη θυσία του ήρωα καπετάνιου τους Ντόσα. Η Ελλάδα τούς χρειάζεται τώρα στο μεγάλο αγώνα». Έτσι κι έγινε. Το Μάη του 1822 ο Γκολέτσης με 110 παλικάρια, 70 από το Βουρβουτσικό και 40 από τα άλλα κοντινά χωριά βρέθηκαν στο Μεσολόγγι κι αργότερα στη μάχη του Πέτα. Στη συνέχεια, δίπλα στο Γέρο του Μωριά. Μετά τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, ο Γκολέτσης με τα παλικάρια του εντάχθηκαν στη δύναμη του Καραϊσκάκη, τον οποίο είχε γνωρίσει, επίσης, στην αυλή του Αλή Πασά. Πήραν μέρος σε πολλές μάχες και τον Οκτώβριο του 1827 αποφάσισαν να επιστρέψουν στο χωριό. Ξεκίνησαν 110 κι επέστρεψαν 30…

(Τα παραπάνω είναι περίληψη της Ιωάννας Λουλάκη, από το βιβλίο του αείμνηστου Επταχωρίτη Δημητρίου Τσίγκαλου «το Επταχώρι, χίλια χρόνια στις εθνικές επάλξεις»)

(Ποίημα που γράφτηκε το 2012 στο Επταχώρι)

Ντόσας

Βαριά τα σύννεφα στο Γράμμο, στον Τάλιαρο ψιλή βροχή,
κι όσοι ’ναι ακόμα στα χωράφια κάνουν το βήμα τους ταχύ.
Δεν είναι της βροχής ο φόβος, δεν τους ταράζει ο καιρός,
της βιάσης λόγος είναι άλλος, δεν είναι καθημερινός.

Από τη Ρέντα ως τη Ζιάμπια, απ’ το Πετρίτσι ως τη Χαλκιά,
στόμα με στόμα έχουν μάθει όλοι μια είδηση κακιά.
Με δόλο χάλασαν το Ντόσα οι πληρωμένοι τού Αλή,
δέκα τον είχανε καρτέρι μέσα στης κούλιας την αυλή.

Όλοι ’ναι τώρα μαζεμένοι στη μέση στο Βουρβουτσικό
και δε μπορούνε να πιστέψουν του καπετάνιου το χαμό.
Αυτός που χρόνια πολεμούσε για του χωριού την προκοπή
και των ληστών τις συμμορίες τις είχε τρέψει σε φυγή,
από της Χρούπιστας τα μέρη μέχρι της Κόνιτσας τη γη.

Για την αντρειά του μολογούσαν εχθροί και φίλοι στα χωριά
κι αυτός αφόβιστα σε όλους μιλούσε για τη λευτεριά.

Δάκρυα, λόγια και κατάρες γρήγορα όλα σταματούν.
Kι όπως ο σιγανός αέρας κάνει τα στάχυα να ριγούν,
ένα ψιθύρισμα απλώνει ανάμεσά τους και σκιρτούν:
«Δεν καταθέτουμε τα όπλα, στο Ντόσα υπόσχεση βαριά,
θα φέρουμε με νέο αγώνα στον τόπο μας την ξαστεριά».

Μ.Κ.

……………………………………………

Επιμέλεια σελίδας: Ιωάννα Λουλάκη.